Κείμενο/ Text



Refuge Project II_ Μαρτυρίες

Το περσινό καλοκαίρι πραγματοποιήθηκε στο παλιό πολεμικό υπόσκαφο καταφύγιο του Αδάμαντα της Μήλου η έκθεση επιτόπιων έργων με τίτλο Refuge Project[1]. Αντικείμενο, αλλά και περιεχόμενο, των έργων υπήρξε τότε η διάσταση του «μη αναπαραστάσιμου» Πραγματικού, εκείνου του άπειρου και ταυτόχρονα αχαρτογράφητου χώρου, ένα έστω μικρό μέρος του οποίου επιχειρούν κάθε φορά να καταλάβουν τα έργα της τέχνης[2]. Κατά τη συλλογή του υποστηρικτικού υλικού των έργων στο πλαίσιο της έρευνας των καλλιτεχνών, ίσως ακόμα και λόγω της παρουσίας τους εκεί και της εκ μέρους τους ενεργοποίησης του καταφυγίου, προέκυψαν μια σειρά από μαρτυρίες και αφηγήσεις ανθρώπων που το γνώρισαν και το έζησαν από τη δημιουργία του από τον γερμανικό στρατό κατοχής μέχρι πρόσφατα. Εύλογα, τούτες οι αφηγήσεις επεκτάθηκαν στα ευρύτερα γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως αυτός βιώθηκε από τους κατοίκους της Μήλου.

Το προσεχές καλοκαίρι, στον ίδιο χώρο και όχι μόνο, θα φιλοξενηθεί η συνέχεια του πρώτου αυτού εγχειρήματος. Αυτή τη φορά οι παραπάνω αφηγήσεις και μαρτυρίες τίθενται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αποτελώντας την πρώτη ύλη και την αφορμή των έργων.

Ό, τι λοιπόν φυλασσόταν στο υπόσκαφο καταφύγιο του Αδάμαντα το περασμένο καλοκαίρι περιστρεφόταν γύρω από την ιδέα του ανομολόγητου, αυτού που δεν δύναται να αναπαρασταθεί, που δεν μπορεί να φανερωθεί με εικόνες, να διατυπωθεί με λέξεις, να εκδηλωθεί σαν επιθυμία, με άλλα λόγια να εκφραστεί. Η ίδια η «έκφραση» καθίσταται ως τέτοια ελλειμματική. Έτσι και οι αφηγήσεις ή οι μαρτυρίες του παρελθόντος γίνονται κατανοητές σαν προσπάθειες αναπαράστασης πραγμάτων, καταστάσεων ή γεγονότων που στην περίπτωσή μας είναι εξόχως ελλειπτική, αποσπασματική και ατελής. Το παρελθόν δεν μπορεί να ανασυσταθεί παρά μόνο στη μερικότητά του. Οι λέξεις δεν μεταβιβάζουν πραγματικές συνθήκες, αλλά παράγουν νέες νοερές εικόνες στον ακροατή ή τον αναγνώστη τους. Ο πληροφορητής μεταφράζει –«αναπαριστά»- σε λέξεις τη δική του βιωμένη πραγματικότητα, την οποία ακροατές και αναγνώστες προσομοιώνουν στο δικό τους εικονικό αντίστοιχο.

Και κάτι ακόμα: η παρελθούσα πραγματικότητα ονοματίζεται από τη μοναδική οπτική εκείνου που την ανακαλεί. Υπάρχουν καταφανώς σημεία της που εκούσια ή ακούσια φανερώνονται και υπερπροβάλλονται ενώ, την ίδια στιγμή, άλλα αποσιωπώνται ή υποτιμούνται. Η αφήγηση μεταστρέφεται έτσι σε «αφήγημα» ενώ ο αφηγητής επιτελεί έναν εν πολλοίς ιδανικό για τον ίδιο εαυτό. Η επανεκτέλεση καταγεγραμμένων στη μνήμη γεγονότων του παρελθόντος γίνεται έτσι προϊόν μιας μοναδικής «επινόησης» ή μιας «κατασκευής».

Όλα τα παραπάνω πιστοποιούν την κατίσχυση της σχετικότητας και της μοναδικότητας. Οι «μεγάλες» ολιστικές αφηγήσεις του παρελθόντος παραχωρούν τη θέση τους στις απειράριθμες υποκειμενικές σκοπιές και στις προσωπικές ιστορήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο και σε συνάρτηση με όλα τα παραπάνω, είναι ενδεικτικό το ενδιαφέρον που εκδηλώνεται για την «προφορική ιστορία», η οποία έρχεται να επεκτείνει τους ιστορικούς ορίζοντες,  αν όχι να αμφισβητήσει τους παραδεδομένους «κοινούς» τόπους τους. Όντας περισσότερο «ανθρωποκεντρική», εστιάζει στην καθημερινότητα όπως τη βιώνει και έπειτα την αφηγείται το εκάστοτε υποκείμενο ενώ, χωρίς να αντιπαρέρχεται τις ιστορικές ερευνητικές μεθόδους, τις εμπλουτίζει, επιχειρώντας να επανατοποθετήσει τα ιστορικά επίδικα στην τοπική κοινότητα από την οποία αυτά εκπορεύονται[3].

Αυτό που, με άλλα λόγια, διακρίνεται εδώ είναι το «ιστορικό γεγονός» (εν προκειμένω αυτό του πολέμου) από τον τρόπο που το τελευταίο βιώνεται: ο πόλεμος από την προσωπική εμπειρία του, η αντικειμενικοποημένη ιστορία από την υποκειμενική αφήγησή της, η «μεγάλη» ιστορία από την απτή καθημερινότητα. Θα λέγαμε πως τούτη η υποκειμενική άποψη είναι που επανακαθιστά τα γεγονότα ως επίδικα του κοινωνικού βίου. Μόνο που η ίδια η αφήγηση ή η μαρτυρία, ας το επαναλάβουμε, αποτελεί μιαν αναπαράσταση της προσωπικά βιωμένης πραγματικότητας, η οποία είναι τουλάχιστον εν μέρει εξιδανικευμένη, αποσπασματική, «υποκειμενική», ενδεχομένως και επινοημένη. Η «πραγματικότητα» και πάλι δεν αναπαρίσταται. Ακόμα περισσότερο, όμως, δεν αναπαρίσταται παρά μόνο μερικά και τούτη η «σύμμεικτη» πραγματικότητα μιας μαρτυρίας. Οι χειρονομίες που συνοδεύουν την αφήγηση γεγονότων αναδεικνύουν την προσπάθεια και την αδημονία να καταστούν τα λεγόμενα μεταδόσιμα, να πείσουν για την «πραγματικότητά» τους.

Έχει ήδη, στο πλαίσιο της περσινής έκθεσης, υποστηριχθεί πως «ό, τι παραμένει ανέφικτο να ειπωθεί ή να εξεικονιστεί, αποτελεί συχνά το πραγματικό αντικείμενο της τέχνης στις διάφορες εκφάνσεις της» και πως «οι καλλιτεχνικές, ή ευρύτερα ποιητικές, μορφοποιήσεις» συνάδουν με «την αγωνία για την κατάληψη εκείνου του πάντοτε αχαρτογράφητου χώρου που συνιστά το μη- αναπαραστάσιμο». Στην προσεχή, λοιπόν, έκθεση και σαν συνέχεια της περσινής, τούτη η μερικότητα, η επιλεκτικότητα, η αποσπασματικότητα, η εξιδανίκευση, η ελλειπτικότητα, η αδυνατότητα, η μη- αναπαραστισιμότητα, η επιτελεστικότητα, η υπερβολή, η αμηχανία, οι κινήσεις και οι χειρονομίες, οι λέξεις, οι όροι, οι έννοιες, οι σιωπές και οι εντάσεις, τα ιδιώματα, οι παραλήψεις, οι παρεκκλίσεις και οι παρεκτροπές των αφηγήσεων θα αποτελέσουν την πρώτη ύλη των έργων και των σχεδιασμάτων. Στους συμμετέχοντες καλλιτέχνες θα διατεθούν ηχογραφημένες και κινηματογραφημένες αφηγήσεις ανθρώπων που βίωσαν τα γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στο νησί της Μήλου, κάποιες άλλες που αφορούν το ίδιο το καταφύγιο, καθώς επίσης και σχετικό αρχειακό υλικό.

Σκοπός εδώ δεν είναι η επανόρθωση ή η τεκμηρίωση της «πραγματικότητας», ούτε η αποκάλυψη μιας κάποιας παραποίησής της. Ως προς τούτο, η επιστημονική ιστορική έρευνα είναι σίγουρα καταλληλότερη. Σκοπός της καλλιτεχνικής πράξης σε μια περίπτωση σαν τη δική μας δεν είναι η αποκατάσταση της ιστορικής «αλήθειας», αλλά, όπως περίπου προελέχθη, η ανίχνευση και η κατάκτηση κάποιων από τα ανεξάντλητα σημεία της πραγματικότητας που δεν έχουν ακόμα αναπαρασταθεί με λέξεις, εικόνες, ήχους ή ό, τι άλλο.

Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως τα ίδια τα εξιστορούμενα γεγονότα, ακόμα και με τα χαρακτηριστικά που ήδη περιγράφηκαν, δεν μπορούν από μόνα τους να αποτελέσουν αφορμή για τη δημιουργία ενός καλλιτεχνικού έργου. Εφιστούν  περισσότερο της προσοχή στη φύση της αφήγησης ή, γενικότερα, της απεύθυνσης. Η προηγούμενη έκθεση στο καταφύγιο του Αδάμαντα ανταποκρινόταν σε μια –ας τη χαρακτηρίσουμε- «εσωτερική» και «αναστοχαστική» συνθήκη των ίδιων των συμμετεχόντων καλλιτεχνών. Αντικείμενο της φετινής προσπάθειας γίνεται η ίδια η απεύθυνση. Οι συμμετέχοντες «απευθύνονται» στους ανθρώπους της Μήλου, πληροφορούνται από αυτούς και αντιπροτάσσουν ένα εικαστικό έργο, που με τη σειρά του «αφηγείται», διατηρώντας και διευρύνοντας τη συνομιλία, το διάλογο, τον ετεροπροσδιορισμό, την αλληλεπίδραση τελικά μεταξύ «αφηγητών». Οι εδώ προσφερόμενες αφηγήσεις προκύπτουν σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα διυποκειμενικών διεργασιών, αποτελώντας πολλές φορές κατασταλάγματα συλλογικότερων διαδικασιών. Μια κοινή και παραδεδομένη πεποίθηση για το παρελθόν διαμορφώνει, άλλωστε, το συλλογικό εκείνο απόθεμα που επιτρέπει τη συνοχή της εκάστοτε κοινότητας, εντός της οποίας συχνά Εαυτός και Άλλος τείνουν να ταυτίζονται. Η καλλιτεχνική πράξη και παρουσία σε μια τέτοια περίσταση μοιάζει να επαναφέρει στην τοπική κοινότητα τον απαραίτητο εκείνον Άλλο, πάνω στον οποίον αυτή προβάλλεται και απέναντι στον οποίον προσδιορίζεται. 

Η σύγχρονη σκέψη είναι έμφορτη από την επισήμανση της υπόστασης του Άλλου. Η ψυχανάλυση, η κοινωνιολογία και η κοινωνική ανθρωπολογία, γενικότερα οι λεγόμενες «ανθρωπιστικές», «πολιτισμικές» ή «μετααποικιακές» σπουδές έχουν καταστήσει κοινή πεποίθηση πως τούτος ο Άλλος είναι εκείνος που συγκροτεί το Εγώ, αυτός που αυτονόητα μέσω της απεύθυνσης και της υπόδειξης της ετερότητας διαμορφώνει κάθε ταυτότητα. Σίγουρα, δεν χρειάζεται (και δεν είναι εφικτό) να επεκταθούμε εδώ στην ανασκόπηση της –ούτως ή άλλως- αχανούς σχετικής βιβλιογραφίας. Είναι, ενδεχομένως, όμως σημαντικό να σταθούμε σε ένα μόνο σημείο, στο οποίο το όλο ζήτημα αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον: στο εξίσου προφανές γεγονός πως η διάδραση ή η διαλεκτική ανάμεσα στον Εαυτό και τον Άλλο, η απαραίτητη δηλαδή εκείνη προϋπόθεση συγκρότησης του εκάστοτε υποκειμένου, είναι γεμάτη από κενά, από χάσματα και ασυνέχειες· στην παραδοχή πως ο μηχανισμός αυτός των αλληλοπροβολών είναι ατελής· πως, ακόμα περισσότερο, Εαυτός και Άλλος δεν φανερώνονται στην διαπλοκή τους παρά μόνο μερικά, αλλά κάθε φορά μοναδικά.



[3] Βλ. (κυρίως) Paul Thompson, Φωνές από το παρελθόν: Προφορική ιστορία, μτφρ. Ρίκι Βαν Μπουσχότεν, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2009



Refuge project II - Testimonials
Last summer, in the old war cave shelter of Adamas, Milos, a site specific exhibition was held under the title "Refuge Project" 1. Both the subject and the content of the works was the dimension of that "non depictable" Actual space, of that infinite and at the same time uncharted space, a small part of which these works of art attempt to occupy 2. During the gathering of the support materials for the artists research, perhaps even because of their presence there and the reactivation of the shelter by them, a series of testimonies  and narratives emerged, given by the people who knew and experienced it from its creation by the German army of occupation until recently. Understandably, these narratives expanded in the wider events of the Second World War, as experienced by the inhabitants of the island of Milos.
This summer, the continuation of this first project will be hosted in the same space and elsewhere. This time, the above narratives and testimonies are put in the spotlight, becoming the raw material and the inspiration behind the work.
What was enshrined in the cave shelter of Adamas last summer revolved around the idea of the unspoken, of that which can not be depicted, which cannot be revealed by images, put into words, manifested as a desire, in other words to be expressed. “Expression” itself as such becomes deficient. Thus, the narratives or testimonies of the past are understood as attempts to represent situations or events which in our case is highly elliptic, fragmentary and incomplete. The past can only be reconstructed partially. The words do not convey actual conditions, but produce new mental images to their listener or reader. The informer translates -”depicts”- in words their own lived reality to which the listener and reader simulate their own visual counterpart.
One more thing: The past reality is characterized  by the unique viewpoint of those who recall it. There are obviously parts of it that are intentionally or unintentionally revealed and overemphasized while, at the same time, others are concealed or underplayed. Thus the narrative veers to a “story” while the narrator performs a self that is largely subjective. Thus, the reenactment of past events recorded in memory becomes the product of a unique “conception» or a “construction”.
All the above attest to the prevalence of relativity and uniqueness. The “great” holistic narratives of the past give way to innumerable subjective viewpoints and personal narrations. In this context and in light of all the above, the interest shown for “oral history” that comes to broaden the historical horizons if not to challenge their common” places, is indicative. Being more “anthropocentric”, it focuses on everyday life as experienced and then narrated by each subject. It enriches the historical research methods without brushing them aside, attempting to reposition the historical issues in the local community from which they derive 3.
What, in other words, is being distinguished here is the “historical event” (in this case the war) from the way that it was experienced, the objectivized history from its subjective narrative, the “great” history from the tangible everyday life. We could say that this subjective view is what reestablishes events as question at issue of social life. Its just that the narrative itself or testimony, is a representation of the personally experienced reality, which is at least partly idealized, fragmented, “subjective” or possibly invented. The “reality” cannot be fully  represented. Even more, however, this “composite” reality of a testimony is only partly represented. The gestures that accompany the narration of events highlight the effort and eagerness for what is said to become transmissible, to persuade us about its “reality“.

It has already been argued in last years exhibition that “what remains impossible to be said or become an image is often the real object of art in its various forms” and that “the artistic or wider poetic formationsare consistent with “the anguish for the occupation of the always uncharted space that constitutes the non-depictaple”. Therefore, in the current exhibition and as a continuation of last year, the raw material of the projects and sketches will be this partiality, selectivity, fragmentation, idealization, ellipticity, impossibility, non-depictability, exaggeration, puzzlement, the movements and gestures, the words, the terms, the concepts, the silences and tensions, the idioms, the omissions, the variations and deviations of the narratives. The artists were provided with the recorded and filmed narratives  of the people who experienced the events of World War II on the island of Milos and with information that refer to the shelter itself, as well as related archival material. 
The purpose here is not the restoration or documentation of “reality” or the disclosure of any misrepresentation of it. In this respect, the scientific historical research is certainly more appropriate. The purpose of the artistic practice in a case like this is not the restoration of the historical “truth” but, as it was almost said above, the detection and understanding of some of the inexhaustible points of reality that have not yet been represented in words, images, sounds or anything else. 

All this does not mean that the narrated events themselves, even with the characteristics that were already described, cannot alone be taken as the rationale to create a work of art. They draw  attention to the nature of the narrative or, more generally, to the nature of the outreach. The previous exhibition in the shelter of Adamas responded to a -lets define it- “esoteric” and “reflective” condition of the participant artists themselves. The subject of this years effort becomes the outreach itself. The participants “address” the people of Milos, they are informed by them and they propose a work of art which in turn “narrates”, maintaining and expanding the dialogue, the osmosis, and eventually the interaction between the “narrators”. The offered narratives occur largely as a result of intersubjective processes, often being the essence of more collective processes. Besides, a common belief about the past forms the collective inventory that allows the cohesion of the respective community, within which the Self and the Other often tend to coincide. The artistic practice and presence in such a situation seems to restore the essential Other in the local community, on whom it is projected and in comparison to whom it is identified.
Contemporary thinking is loaded with the emphasis on the essence of the Other. Psychoanalysis, Sociology and Social Anthropology, the so-called “humanitarian”, “cultural” or “postcolonial” studies in general, have made common belief that this Other is the one who forms the Ego, he who implicitly through the outreach and the indication of diversity forms each identity. It is not necessary (and not possible) to elaborate and review the already vast relevant bibliography. But maybe it is important to dwell on just one point, in which the whole issue becomes particularly interesting: in the equally obvious fact that the interaction or dialectic between the Self and the Other, that is, the necessary condition of formation of each subject, is full of gaps, full of chasms and discontinuities in the acceptance that this mechanism of mutual projections is incomplete; that the Self and the Other are only partially disclosed in their interweaving, but every time in a unique way.


3 (mainly) Paul Thompson, Voice of the Past: Oral History
    Translation Ricky van Buschotten.